- ετοιμοεγρήγορος
- ἑτοιμοεγρήγορος, ὁ (Μ)(για ύπνο) ο ελαφρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + εγρήγορος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek